λεχούδι

λεχούδι
το
-ιού, το νεογέννητο βρέφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεχούδι — το το νεογέννητο, το νεογνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεχώ + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • άπλερος — η, ο αμέστωτος, τρυφερός: Το παιδί της ήταν ακόμη λεχούδι άπλερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”